- πενταθειονικός
- -ή, -όφρ. «πενταθειονικό οξύ»χημ. ανόργανη χημική ένωση, διβασικό οξύ που δεν έχει απομονωθεί σε ελεύθερη κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentathionic (acid) < πεντα- + θείον. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.